Χάρυβδις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χάρυβδις < ίσως από το ῥοῖβδος (ηχηρό φτεροκόπημα ή βουητό ανέμου)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χάρυβδις θηλυκό

  1. επικίνδυνη δίνη, ρουφήχτρα στη θάλασσα στις βόρειες ακτές της Σικελίας, απένατι από τη βραχονησίδα της Σκύλλας
  2. (μεταφορικά) άπληστος άνθρωπος, άρπαγας