Χωρίζοντες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Χωρίζοντες
      γενική των Χωριζόντων
    αιτιατική τους Χωρίζοντες
     κλητική Χωρίζοντες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χωρίζοντες < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Χωρίζοντες / χωρίζοντες, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής χωρίζων στον πληθυντικό του χωρίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xoˈɾi.zon.des/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χω‐ρί‐ζο‐ντες

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χωρίζοντες αρσενικό

  • (φιλολογία) οι φιλόλογοι της Αλεξάνδρειας (με γνωστούς τον Ελλάνικο και τον Ξένωνα) οι οποίοι θεωρούσαν ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είχαν διαφορετικό συγγραφέα σε αντίθεση με άλλους φιλολόγους και λογίους της εποχής τους που απέδιδαν το έργο σε έναν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Χωρίζοντες
      γενική τῶν Χωριζόντων
      δοτική τοῖς Χωρίζουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς Χωρίζοντᾰς
     κλητική ! Χωρίζοντες
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χωρίζοντες (ελληνιστική κοινή) χωρίζοντες: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής χωρίζων (αρχαία ελληνική ) στον πληθυντικό του χωρίζω· όρος του Πρόκλου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Χωρίζοντες / χωρίζοντες αρσενικό στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Η απόδοση του όρου:

Πηγές[επεξεργασία]