άβατον Αγίου Όρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άβατον Αγίου Όρους < → δείτε τη λέξη άβατον και Άγιον Όρος
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
άβατον Αγίου Όρους ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (νομικός όρος) σύμφωνα με το άρθρο 186 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους (του 1926) όπως αυτό ισχύει σήμερα, απαγορεύεται η είσοδος θηλέων στο χώρο αυτό, η παράβαση της οποίας επισύρει ποινή φυλάκισης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άβατον Αγίου Όρους
|