άθροισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άθροισμα τα αθροίσματα
      γενική του αθροίσματος των αθροισμάτων
    αιτιατική το άθροισμα τα αθροίσματα
     κλητική άθροισμα αθροίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άθροισμα < αθροίζω < αθρόος (: άφθονος, μαζικός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άθροισμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα της μαθηματικής πράξης, κατά την οποία προστίθενται δύο ή περισσότεροι αριθμοί, μεγέθη, ποσότητες, διανύσματα κλπ
το 10 είναι το άθροισμα του 6 και του 4
  • το αποτέλεσμα που προκύπτει, όταν προσθέτομε μετρήσιμα στοιχεία σε καταμέτρηση
το άθροισμα των ψήφων
  • το σύνολο των στοιχείων που συνδέονται εξωτερικά, χωρίς να χάνει το καθένα την αυτονομία και την ατομικότητά του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]