άισμπεργκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άισμπεργκ < αγγλική iceberg lettuce

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άισμπεργκ ουδέτερο άκλιτο