άλβατρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλβατρο | τα | άλβατρα |
γενική | του | άλβατρου | των | άλβατρων |
αιτιατική | το | άλβατρο | τα | άλβατρα |
κλητική | άλβατρο | άλβατρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άλβατρο → δείτε τη λέξη άλμπατρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άλβατρο ουδέτερο
- (παρωχημένο) (πτηνό) άλμπατρος
- Αεροκρέμαστο άλβατρο τον είδα γης κι άβυσσος ανάμεσα να στέκει. (Κωστής Παλαμάς)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άλβατρο
|