άναρθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άναρθρα < άναρθρος

Επίρρημα[επεξεργασία]

άναρθρα

  1. για να χαρακτηρίσει εκφορά λόγου χωρίς άρθρο
    Εκφέρεται έναρθρα και κατά περίπτωση άναρθρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

άναρθρα