άνεργος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄνεργος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνεργος η άνεργη το άνεργο
      γενική του άνεργου της άνεργης του άνεργου
    αιτιατική τον άνεργο την άνεργη το άνεργο
     κλητική άνεργε άνεργη άνεργο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνεργοι οι άνεργες τα άνεργα
      γενική των άνεργων των άνεργων των άνεργων
    αιτιατική τους άνεργους τις άνεργες τα άνεργα
     κλητική άνεργοι άνεργες άνεργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άνεργος < αν- + έργο < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική arbeitslos

Επίθετο[επεξεργασία]

άνεργος, -η, -ο

  1. (ουσιαστικοποιημένο) που (προσωρινά) δεν απασχολείται επαγγελματικά, που δε βρίσκει δουλειά, ενώ ψάχνει να βρει
  2. (παρωχημένο) αχρησιμοποίητος
  3. (παρωχημένο) άχρηστος
  4. (παρωχημένο) (σπάνιο) άεργος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]