άντρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άντρο τα άντρα
      γενική του άντρου των άντρων
    αιτιατική το άντρο τα άντρα
     κλητική άντρο άντρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διάγραμμα στομάχου
10. Πυλωρικό άντρο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άντρο < αρχαία ελληνική ἄντρον (2-4: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antre < λατινικά antrum < αρχαία ελληνική ἄντρον)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈan.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐ντρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άντρο ουδέτερο

  1. σπηλιά, σπήλαιο, κοιλότητα σε βράχο
  2. (μεταφορικά) χώρος που βρίσκουν καταφύγιο κακοποιοί
     συνώνυμα: λημέρι
  3. κακόφημο μέρος στο οποίο πηγαίνουν συχνά άτομα αμφιβόλου ηθικής υπόστασης
  4. (ανατομία) ονομασία κάποιων σωματικών κοιλοτήτων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]