άνω και κάτω τελεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άνω και κάτω τελεία | οι | άνω και κάτω τελείες |
γενική | της | άνω και κάτω τελείας | των | άνω και κάτω τελειών |
αιτιατική | την | άνω και κάτω τελεία | τις | άνω και κάτω τελείες |
κλητική | άνω και κάτω τελεία | άνω και κάτω τελείες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
άνω και κάτω τελεία θηλυκό
- (σημείο στίξης) που αποτελείται από δύο τελείες, η μία λίγο κάτω από την άλλη, και που χρησιμοποιείται πριν από την απαρίθμηση στοιχείων, την εισαγωγή κειμένου που λέγεται κατά λέξη (παροιμία, παράθεμα κλπ.), ή μια εξήγηση
- σύμβολο: :
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σημεία στίξης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)