άππαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

άππαρος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άππαρος < ελληνιστική κοινή (υποκοριστικό) ἵππαρος < αρχαία ελληνική (υποκοριστικό) το ἱππάριον < αρχαία ελληνική ἵππος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu- (ταχύς)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.pʰːa.ɾos/ κυπριακά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άππαρος αρσενικό

  • (κυπριακά) το άλογο
    ※  Όσην ώραν μου εμίλαν η τζυυρά η πεθθερά μου εγιώ εμέτρουν τεν αππαρόμουγιες τ΄ αππάρου μου (Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας, Παροιμίες, Κύπρος [1])