άρκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άρκος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄρκος < αρχαία ελληνική ἄρκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈaɾ.kɔs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άρκος αρσενικό (θηλυκό αρκοτσούνα), (μεταφορικά για γυναίκες: (θηλυκό άρκαινα & άρκισσα))

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • άμον άρκος: σαν αρκούδα (για άνθρωπο μεγαλόσωμο και ρωμαλέο ή αγροίκο ή βάρβαρο)

Παροιμίες[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • άρκος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»