άρτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄρτι, αρτι-, ἀρτι-, άρτοι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άρτι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρτι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈaɾ.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐τι
ομόηχο: άρτοι
παρώνυμο: άρτιοι

Επίρρημα[επεξεργασία]

άρτι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]