άτλαντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άτλαντας | οι | άτλαντες |
γενική | του | άτλαντα | των | ατλάντων |
αιτιατική | τον | άτλαντα | τους | άτλαντες |
κλητική | άτλαντα | άτλαντες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άτλαντας < αρχαία ελληνική Ἄτλας < ἀ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *telh₂- (υφίσταμαι, υπομένω, υποφέρω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άτλαντας αρσενικό
- βιβλίο με χάρτες (από μια συλλογή χαρτών του 16ου αιώνα που απεικόνιζε στην προμετωπίδα τον μυθικό Άτλαντα)
- κίονας με μορφή άντρα
- (ανατομία) ο πρώτος σπόνδυλος του λαιμού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Άτλας