άφρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφρων & άφρονας |
η | άφρων | το | άφρον |
γενική | του | άφρονος & άφρονα |
της | άφρονος | του | άφρονος |
αιτιατική | τον | άφρονα | την | άφρονα | το | άφρον |
κλητική | άφρων & άφρονα |
άφρων | άφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφρονες | οι | άφρονες | τα | άφρονα |
γενική | των | αφρόνων | των | αφρόνων | των | αφρόνων |
αιτιατική | τους | άφρονες | τις | άφρονες | τα | άφρονα |
κλητική | άφρονες | άφρονες | άφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄφρων < ἄ- στερητικό + -φρων < φρήν
Επίθετο[επεξεργασία]
άφρων, -ων, -ον
- (λόγιο, για άνθρωπο ή ενέργεια) χωρίς φρόνηση, άμυαλος, απερίσκεπτος, πολύ επιπόλαιος
- που κάνει μια πράξη τρέλας, κάτι παράτολμο και παράλογο, που έχει χάσει τα λογικά του, ο τρελαμένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ά- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φρων (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)