άφρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄφρων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφρων
άφρονας
η άφρων το άφρον
      γενική του άφρονος
άφρονα
της άφρονος του άφρονος
    αιτιατική τον άφρονα την άφρονα το άφρον
     κλητική άφρων
άφρονα
άφρων άφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφρονες οι άφρονες τα άφρονα
      γενική των αφρόνων των αφρόνων των αφρόνων
    αιτιατική τους άφρονες τις άφρονες τα άφρονα
     κλητική άφρονες άφρονες άφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄφρων < ἄ- στερητικό + -φρων < φρήν

Επίθετο[επεξεργασία]

άφρων, -ων, -ον

  1. (λόγιο, για άνθρωπο ή ενέργεια) χωρίς φρόνηση, άμυαλος, απερίσκεπτος, πολύ επιπόλαιος
  2. που κάνει μια πράξη τρέλας, κάτι παράτολμο και παράλογο, που έχει χάσει τα λογικά του, ο τρελαμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]