άχθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άχθος τα άχθη
      γενική του άχθους των αχθών
    αιτιατική το άχθος τα άχθη
     κλητική άχθος άχθη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄχθος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.xθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐χθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άχθος ουδέτερο

  1. το βάρος, το φορτίο
  2. η λύπη

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]