άχρονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άχρονος η άχρονη το άχρονο
      γενική του άχρονου της άχρονης του άχρονου
    αιτιατική τον άχρονο την άχρονη το άχρονο
     κλητική άχρονε άχρονη άχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άχρονοι οι άχρονες τα άχρονα
      γενική των άχρονων των άχρονων των άχρονων
    αιτιατική τους άχρονους τις άχρονες τα άχρονα
     κλητική άχρονοι άχρονες άχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άχρονος < ά- + χρόνος

Επίθετο[επεξεργασία]

άχρονος

  1. αιώνιος, μεγάλης διάρκειας/ηλικίας
  2. πολύ παλιός
  3. αθάνατος, αγέραστος, άφθαρτος
  4. που αποτελεί σταθερή αξία, ιδανικό
  5. απροσδιόριστης ηλικίας, συνήθως για κάποιον/κάτι παλιό που μικροδείχνει ή παραμένει αναλλοίωτος,-ο στο χρόνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]