άψαλτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άψαλτος η άψαλτη το άψαλτο
      γενική του άψαλτου της άψαλτης του άψαλτου
    αιτιατική τον άψαλτο την άψαλτη το άψαλτο
     κλητική άψαλτε άψαλτη άψαλτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άψαλτοι οι άψαλτες τα άψαλτα
      γενική των άψαλτων των άψαλτων των άψαλτων
    αιτιατική τους άψαλτους τις άψαλτες τα άψαλτα
     κλητική άψαλτοι άψαλτες άψαλτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άψαλτος < μεσαιωνική ελληνική ἄψαλτος < α στερητικό και + ψάλλω

Επίθετο[επεξεργασία]

άψαλτος,η,ο

  1. που δεν έχει ψαλθεί, συνήθως για νεκρό που τάφηκε χωρίς να τελεστεί κανονική κηδεία (π.χ. αν αυτοκτόνησε, αν δεν κηδεύτηκε, αν δεν βρέθηκε το πτώμα του κ.λπ.)
  2. τροπάριο που δεν έχει ψαλθεί ή κάτι άλλο που κανονικά σύμφωνα με το τυπικό πρέπει να ευλογείται με ψαλμούς ή να το "διαβάζει" ο παπάς (π.χ. κόλλυβα)
  3. (αργκό) αυτός που έχασε πολλά χρήματα ή έπαθε απρόσμενα μεγάλη ζημία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]