άψυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄψυχος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άψυχος η άψυχη το άψυχο
      γενική του άψυχου της άψυχης του άψυχου
    αιτιατική τον άψυχο την άψυχη το άψυχο
     κλητική άψυχε άψυχη άψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άψυχοι οι άψυχες τα άψυχα
      γενική των άψυχων των άψυχων των άψυχων
    αιτιατική τους άψυχους τις άψυχες τα άψυχα
     κλητική άψυχοι άψυχες άψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άψυχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄψυχος (για τη σημασία: που έχει πεθάνει) < ἀ- στερητικό + -ψυχος (ψυχή)

Επίθετο[επεξεργασία]

άψυχος

  1. που δε διαθέτει ψυχή, όπως η νεκρά φύση, τα αντικείμενα
  2. που έχει ξεψυχήσει, είναι νεκρός
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει ζωηράδα, σθένος ή τόλμη
     συνώνυμα: ξέψυχος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]