έβγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έβγα < βγαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έβγα ουδέτερο άκλιτο
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
έβγα και βγες
- βγαίνω, στο δεύτερο ενικό πρόσωπο του αόριστου της προστακτικής