έκζεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκζεμα τα εκζέματα
      γενική του εκζέματος των εκζεμάτων
    αιτιατική το έκζεμα τα εκζέματα
     κλητική έκζεμα εκζέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκζεμα < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκζεμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈek.ze.ma/
έκζεμα στα χέρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έκζεμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]