ένδοξος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔνδοξος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένδοξος η ένδοξη το ένδοξο
      γενική του ένδοξου της ένδοξης του ένδοξου
    αιτιατική τον ένδοξο την ένδοξη το ένδοξο
     κλητική ένδοξε ένδοξη ένδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένδοξοι οι ένδοξες τα ένδοξα
      γενική των ένδοξων των ένδοξων των ένδοξων
    αιτιατική τους ένδοξους τις ένδοξες τα ένδοξα
     κλητική ένδοξοι ένδοξες ένδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένδοξος < αρχαία ελληνική ἔνδοξος < ἐν + δόξα

Επίθετο[επεξεργασία]

ένδοξος - η - ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]