έξαψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έξαψη οι εξάψεις
      γενική της έξαψης* των εξάψεων
    αιτιατική την έξαψη τις εξάψεις
     κλητική έξαψη εξάψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξάψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έξαψη < αρχαία ελληνική ἔξαψις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έξαψη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]