έπαρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔπαρχος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έπαρχος οι έπαρχοι
      γενική του επάρχου
έπαρχου
των επάρχων
    αιτιατική τον έπαρχο τους επάρχους
έπαρχους
     κλητική έπαρχε έπαρχοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έπαρχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔπαρχος (διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας) < λατινική praefectus.[1] Αρχαία σημασία: αρχηγός < ἐπάρχω < ἐπί + ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε έπ- + -αρχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έπαρχος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]