έρμαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έρμαιο | τα | έρμαια |
γενική | του | έρμαιου | των | έρμαιων |
αιτιατική | το | έρμαιο | τα | έρμαια |
κλητική | έρμαιο | έρμαια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έρμαιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρμαιον (απρόσμενη τύχη, δώρο του Ερμή) < Ἑρμῆς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈeɾ.me.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έρ‐μαι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έρμαιο ουδέτερο
- (με γενική) κάθε τι του οποίου κάποιος ή κάτι άλλο καθορίζει τη μοίρα του
- ↪ έρμαιο των αποφάσεών του, της τύχης του.
- ↪ Το καράβι ήταν έρμαιο των κυμάτων.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)