έσο έτοιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έσο έτοιμος < έσο (< ἔσο (μεταγενέστερος τύπος της προστακτικής του εἰμί) + έτοιμος (< ἕτοιμος, άλλος τύπος του αρχαιότερου ἑτοῖμος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.so ˈe.ti.mos/
Έκφραση[επεξεργασία]
έσο έτοιμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έσο έτοιμος