έσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έσω < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
έσω
- μέσα
- Ο Πρωθυπουργός δέχεται βολές εκ των έσω (: από το ίδιο του το κόμμα).
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έσω
|