ίδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἴδιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ίδιος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἴδιος

Προφορά 1[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈi.ðʝos/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐διος

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ίδιος η ίδια το ίδιο
      γενική του ίδιου της ίδιας του ίδιου
    αιτιατική τον ίδιο την ίδια το ίδιο
     κλητική ίδιε ίδια ίδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ίδιοι οι ίδιες τα ίδια
      γενική των ίδιων των ίδιων των ίδιων
    αιτιατική τους ίδιους τις ίδιες τα ίδια
     κλητική ίδιοι ίδιες ίδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ίδιος, -α, -ο

  1. όμοιος με κάτι/κάποιον άλλο
    οι δύο φίλες αποφάσισαν να φορέσουν για το αποκριάτικο πάρτι ίδιες στολές
    οι δύο πολιτικοί έχουν τις ίδιες ιδέες για το ζήτημα
  2. που δεν έχει αλλάξει καθόλου, αμετάβλητος
    μετά από τοσα χρόνια τον αναγνώρισα αμέσως· έχει μείνει ίδιος κι απαράλλακτος
    οι δυο αδερφές είναι ίδιες, ολόιδιες!

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ίδιος, -α, -ο

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ίδιος < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική ἴδιος

Προφορά 2[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈi.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐δι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ίδιος, -ία, -ον (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἴδιος)

  1. (λόγιο) που χαρακτηρίζει με ιδιαίτερο τρόπο ένα άτομο, ανήκει σε αυτό ή προέρχεται από αυτό, δικός, προσωπικός
    ιδία δαπάνη (με προσωπική δαπάνη)
  2. όμοιος (σε εκφράσεις)
    του ιδίου φυράματος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]