ίντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία: Γλώσσα ίντο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
  • κωδικός γλώσσας: io
  • io.wiktionary το Βικιλεξικό της Ido

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ίντο < εσπεράντο ido (παιδί)
Η γλώσσα ido βγήκε από τη γλώσσα εσπεράντο, είναι κάτι σαν το παιδί της!

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ίντο θηλυκό άκλιτο

  • (γλώσσα) τεχνητή γλώσσα που δημιουργήθηκε στις αρχές του 1900, απόγονος της εσπεράντο. Διευκολύνει ομιλητές λατινογενούς ή γερμανικής γλώσσας.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]