αίτιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίτιο τα αίτια
      γενική του αιτίου
αίτιου
των αιτίων
    αιτιατική το αίτιο τα αίτια
     κλητική αίτιο αίτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αίτιο < αρχαία ελληνική αἴτιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.ti.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αίτιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

αίτιο αρσενικό