αβάνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Το βρίσκω ως μεσαιωνικό ἀβάνης στον Κριαρά με σημασία 'συκοφάντης'. Δεν το βρίσκω σε λεξ. κοινής νελλ. --sarri.greek (συζήτηση) 04:41, 14 Ιουλίου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβάνης οι αβάνηδες
      γενική του αβάνη των αβάνηδων
    αιτιατική τον αβάνη τους αβάνηδες
     κλητική αβάνη αβάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβάνης αρσενικό

  1. συκοφάντης, κακολόγος, διαβολέας
    Κακός άνθρωπος! Αβάνης!
  2. καταδότης, προδότης, άπιστος
    Μας πρόδωσε ο παλιοαβάνης!
  3. πλεονέκτης
    Μην τα θες όλα δικά σου. Μην είσαι αβάνης.
  4. ταλαίπωρος
    Δουλεύει όλη μέρα ο αβάνης.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]