αβαθμολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.va.θmoˈlo.ʝi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βαθ‐μο‐λό‐γη‐τος
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐βα‐θμο‐λό‐γη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβαθμολόγητος, -η, -ο
- ο μη βαθμολογημένος, που δεν έχει βαθμολογηθεί
Παράγωγα[επεξεργασία]
- αβαθμολόγητα (επίρρημα)