αβανιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβανιάρης η αβανιάρα το αβανιάρικο
      γενική του αβανιάρη της αβανιάρας του αβανιάρικου
    αιτιατική τον αβανιάρη την αβανιάρα το αβανιάρικο
     κλητική αβανιάρη αβανιάρα αβανιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβανιάρηδες οι αβανιάρες τα αβανιάρικα
      γενική των αβανιάρηδων των αβανιάρικων
    αιτιατική τους αβανιάρηδες τις αβανιάρες τα αβανιάρικα
     κλητική αβανιάρηδες αβανιάρες αβανιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβανιάρης < αβαν(ιά) + -ιάρης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vaˈɲa.ɾis/

Επίθετο[επεξεργασία]

αβανιάρης αρσενικό, αβανιάρα θηλυκό, αβανιάρικο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]