αβαντάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβαντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική avantare[1] < λατινική adventare, απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα τού advento < advenio < ad + venio
Ρήμα[επεξεργασία]
αβαντάρω, αόρ.: αβαντάρισα, παθ.φωνή: αβαντάρομαι, π.αόρ.: αβανταρίστηκα, μτχ.π.π.: αβανταρισμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβαντάρω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αβαντάρω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας