αβαντσάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβαντσάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική avanzare (προφορά /a.vanˈt͡sa.re/)
Ρήμα[επεξεργασία]
αβαντσάρω
- άλλη μορφή του αβαντζάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβαντσάρω
|