αβαράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβαράρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική varare (καθελκύω πλοίο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vaˈɾa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐ρά‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

αβαράρω, αόρ.: αβαράρισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]