αβασίλευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβασίλευτος η αβασίλευτη το αβασίλευτο
      γενική του αβασίλευτου της αβασίλευτης του αβασίλευτου
    αιτιατική τον αβασίλευτο την αβασίλευτη το αβασίλευτο
     κλητική αβασίλευτε αβασίλευτη αβασίλευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβασίλευτοι οι αβασίλευτες τα αβασίλευτα
      γενική των αβασίλευτων των αβασίλευτων των αβασίλευτων
    αιτιατική τους αβασίλευτους τις αβασίλευτες τα αβασίλευτα
     κλητική αβασίλευτοι αβασίλευτες αβασίλευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβασίλευτος < ἀβασίλευτος < ἀ- + βασιλεύω

Επίθετο[επεξεργασία]

αβασίλευτος, -η, -ο

  • για το πολίτευμα όπου ο αρχηγός του κράτους δεν είναι βασιλιάς, «αβασίλευτη δημοκρατία»
  • για τον ήλιο και αστέρια που δεν έχουν βασιλέψει, δεν έχουν δύσει, «όταν έφυγα, ο ήλιος ήταν ακόμα αβασίλευτος»
  • (επί νεκρών) ασάλευτος, ανοικτός, «μάτια αβασίλευτα»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]