αβγατισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αβγατισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αβγατίζω: που έχει αυξηθεί, πολλαπλασιαστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγατισμένος