αβγοκόψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβγοκόψιμο < αβγοκόβω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβγοκόψιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του αβγοκόβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγοκόψιμο
|