αβιοτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβιοτικός η αβιοτική το αβιοτικό
      γενική του αβιοτικού της αβιοτικής του αβιοτικού
    αιτιατική τον αβιοτικό την αβιοτική το αβιοτικό
     κλητική αβιοτικέ αβιοτική αβιοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβιοτικοί οι αβιοτικές τα αβιοτικά
      γενική των αβιοτικών των αβιοτικών των αβιοτικών
    αιτιατική τους αβιοτικούς τις αβιοτικές τα αβιοτικά
     κλητική αβιοτικοί αβιοτικές αβιοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβιοτικός < α- στερητ. + βιοτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αβιοτικός, -ή, -ό (βιολογία)

  1. (βιολογία): αναφορά σε περιβάλλον που δε στηρίζει την ύπαρξη ζωής
  2. εκείνος που σχετίζεται με την αναστολή των εκδηλώσεων της ζωής
* αβιοτικός παράγοντας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]