αβιοτικός παράγοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβιοτικός παράγοντας < → δείτε τη λέξη αβιοτικός και παράγοντας
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αβιοτικός παράγοντας αρσενικό
- (βιολογία) οποιοσδήποτε παράγοντας φυσικός ή τεχνητός ακατάλληλος στη διατήρηση της ζωής.
- γενικότερα, οποιαδήποτε συμβολή παράγοντα στο οικοσύστημα που δεν προέρχεται από την έμβια φύση, όπως π.χ. το κλίμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβιοτικός παράγοντας
|