αβλεπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβλεπής < αβλεπτώ

Επίθετο[επεξεργασία]

αβλεπής

  1. μηδαμινός, τιποτένιος, ανάξιος ακόμα και να τον κοιτάξεις
  2. που κάνει συχνά λάθη, αβλεψίες επειδή δεν προσέχει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]