αβολιδοσκόπητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβολιδοσκόπητος < α- στερητικό + βολιδοσκοπώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβολιδοσκόπητος -η -ο
- (ναυτ. ορολ.)(κυριολ.) ο βυθός που δεν έχει βολιδοσκοπηθεί, δηλαδή βυθομετρηθεί με ρίψη βολίδας, ο αβολίδωτος
- ο πολύ βαθύς βυθός
- (επί ανθρώπων) εκείνος που οι σκέψεις ή/και οι διαθέσεις του, δεν έχουν ή δεν μπορούν να διερευνηθούν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβολιδοσκόπητος
|