αβραμιαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβραμιαίος η αβραμιαία το αβραμιαίο
      γενική του αβραμιαίου της αβραμιαίας του αβραμιαίου
    αιτιατική τον αβραμιαίο την αβραμιαία το αβραμιαίο
     κλητική αβραμιαίε αβραμιαία αβραμιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβραμιαίοι οι αβραμιαίες τα αβραμιαία
      γενική των αβραμιαίων των αβραμιαίων των αβραμιαίων
    αιτιατική τους αβραμιαίους τις αβραμιαίες τα αβραμιαία
     κλητική αβραμιαίοι αβραμιαίες αβραμιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβραμιαίος < μεσαιωνική ελληνική ἀβραμιαῖος < Αβραάμ

Επίθετο[επεξεργασία]

αβραμιαίος

  1. εκείνος που διατηρεί τα ήθη του Αβραάμ της Παλαιάς Διαθήκης
  2. αρχοντικός, πατριαρχικός
  3. (μεταφορ.) φιλόξενος, «αβραμιαία φιλοξενία»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]