αβυσσώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.viˈso.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βυσ‐σώ‐δης
Επίθετο[επεξεργασία]
αβυσσώδης, -ης , -ες
- συνώνυμο του αβυσσαλέος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άβυσσος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβυσσώδης
→ δείτε τη λέξη αβυσσαλέος |
Πηγές[επεξεργασία]
- λήμμα «άβυσσος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)