αγαθοπόνηρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθοπόνηρος η αγαθοπόνηρη το αγαθοπόνηρο
      γενική του αγαθοπόνηρου της αγαθοπόνηρης του αγαθοπόνηρου
    αιτιατική τον αγαθοπόνηρο την αγαθοπόνηρη το αγαθοπόνηρο
     κλητική αγαθοπόνηρε αγαθοπόνηρη αγαθοπόνηρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθοπόνηροι οι αγαθοπόνηρες τα αγαθοπόνηρα
      γενική των αγαθοπόνηρων των αγαθοπόνηρων των αγαθοπόνηρων
    αιτιατική τους αγαθοπόνηρους τις αγαθοπόνηρες τα αγαθοπόνηρα
     κλητική αγαθοπόνηροι αγαθοπόνηρες αγαθοπόνηρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαθοπόνηρος < αγαθός + πονηρός

Επίθετο[επεξεργασία]

αγαθοπόνηρος, -η, -ο

  1. αυτός που συμπεριφέρεται με καλοσύνη εκ του πονηρού
  2. αυτός που κάνει τον χαζό με πονηριά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]