αγαθοσύμβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθοσύμβουλος < μεσαιωνική ελληνική αγαθός + σύμβουλος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαθοσύμβουλος, -η
- αυτός που δίνει καλές συμβουλές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθοσύμβουλος
|