αγαθότροπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθότροπος η αγαθότροπη το αγαθότροπο
      γενική του αγαθότροπου της αγαθότροπης του αγαθότροπου
    αιτιατική τον αγαθότροπο την αγαθότροπη το αγαθότροπο
     κλητική αγαθότροπε αγαθότροπη αγαθότροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθότροποι οι αγαθότροπες τα αγαθότροπα
      γενική των αγαθότροπων των αγαθότροπων των αγαθότροπων
    αιτιατική τους αγαθότροπους τις αγαθότροπες τα αγαθότροπα
     κλητική αγαθότροποι αγαθότροπες αγαθότροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαθότροπος < αγαθ(ός) + -ο- + -τροπος

Επίθετο[επεξεργασία]

αγαθότροπος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]