αγανακτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγανακτῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγανακτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγανακτῶ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣa.naˈkto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐να‐κτώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αγανακτώ, πρτ.: αγανακτούσα, αόρ.: αγανάκτησα, μτχ.π.π.: αγανακτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) θυμώνω πολύ, καταλαμβάνομαι από αγανάκτηση, δικαιολογημένο θυμό επειδή αδικούμαι ή ταλαιπωρούμαι αδικαιολόγητα
    Τόσες ώρες στην αίθουσα αναμονής, αγανάκτησε ο άνθρωπος!
  2. (αμετάβατο) κουράζομαι πολύ μέχρι να κάνω κάτι
    Αγανάκτησα μέχρι να πιάσω γραμμή με το εξωτερικό.
  3. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να θυμώσει πολύ
    τον αγανάκτησε αυτή η συμπεριφορά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]