αγγάρεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγάρεμα τα αγγαρέματα
      γενική του αγγαρέματος των αγγαρεμάτων
    αιτιατική το αγγάρεμα τα αγγαρέματα
     κλητική αγγάρεμα αγγαρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγάρεμα < αγγαρεύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγάρεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]